- αναξιόμισθος
- -η, -ο1. αυτός που δεν αξίζει μισθό, που δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή2. αυτός που αμείφθηκε παραπάνω από την αξία τής εργασίας που πρόσφερε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.